φαγώνομαι

φαγώνομαι
φαγώνομαι, φαγώθηκα, φαγωμένος βλ. πίν. 4
——————
Σημειώσεις:
φαγώνομαι : η κοινή έννοια με το τρώγομαι είναι κυρίως καβγαδίζω, τσακώνομαι με κάποιον.
Το φαγώνομαι έχει και τις σημασίες φθείρομαι, καταστρέφομαι από μακρόχρονη χρήση κτλ. (π.χ. φαγωμένες σόλες παπουτσιών) και ψάχνω, επιδιώκω με μεγάλη επιμονή, κυρίως στον αόριστο, σε εκφρ. όπως: φαγώθηκε να κάνει κάτι.

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φαγώνομαι — Ν 1. φθείρομαι από τριβή ή άλλη διαβρωτική ενέργεια 2. μαλώνω, καυγαδίζω («φαγώνονται όλη μέρα») 3. (η μτχ. παρακμ.) βλ. φαγωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φαγ τού αορ. β τού ρ. ἐσθίω «τρώγω» (βλ. λ. φαγεῖν) + ρηματ. κατάλ. ώνω / ώνομαι] …   Dictionary of Greek

  • φαγώνομαι — φαγώθηκα, φαγωμένος, και ως παθ. του τρώ(γ)ω) 1. φθείρομαι από τριβή ή από άλλη διαβρωτική ενέργεια, λιώνω: Φαγώθηκε το σίδερο απ τη σκουριά. 2. μτφ., βρίσκομαι σε συνεχείς διενέξεις, λογομαχώ, γκρινιάζω: Τον ζηλεύει και φαγώνονται όλη μέρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλληλοφαγώνομαι — αλληλοτρώγομαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + φαγώνομαι. ΠΑΡ. νεοελλ. αλληλοφάγωμα] …   Dictionary of Greek

  • σκοροφαγωμενος — και σκωροφαγωμένος, η, ο, Ν (για μάλλινα κυρίως υφάσματα) αυτός που έχει φαγωθεί, που έχει φθαρεί από σκόρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκόρος / σκώρος + φαγώνομαι] …   Dictionary of Greek

  • φάγωμα — το, Ν [φαγώνομαι] 1. η ενέργεια τού τρώγω, βρώση 2. φθορά που οφείλεται σε τριβή ή σε διάβρωση 3. μτφ. γκρίνια, διχόνοια, φαγωμάρα …   Dictionary of Greek

  • φαγωμένος — η, ο, Ν 1. αυτός που έχει φαγωθεί 2. αυτός που έχει φθαρεί 3. (για πρόσ.) αυτός που έχει φάει, χορτάτος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. παρακμ. τού ρ. φαγώνομαι] …   Dictionary of Greek

  • φαγωμός — ο, Ν [φαγώνομαι] φαγωμάρα, γκρίνια …   Dictionary of Greek

  • φαγωμένος — η, ο μτχ. πρκ. του φαγώνομαι (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φθείρω — έφθειρα, φθάρθηκα και φθάρηκα, φθαρμένος 1. καταστρέφω λίγο λίγο, βλάπτω, προξενώ φθορά (βλάβη, ζημιά), τρίβω, λιώνω, χαλώ: Με το πολύ κάπνισμα φθείρει την υγεία του. 2. κάνω κάτι να χαλάσει ή να τριφτεί με την αδιάκοπη ή κακή χρήση, χαλνώ:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”